Κλέφτες

Ήταν απόγευμα Σαββάτου και ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό αγκαλιάζοντας με τις αχτίδες του τα αυτοκίνητα, τα δέντρα, τα πρόσωπα των ανθρώπων, τα παγκάκια, τις πλατείες, τους αδέσποτους σκύλους,  τα πουλιά, τα μπαλκόνια, τις πόρτες και τα πεζοδρόμια.
Η Ελένη μόλις πάρκαρε το αμάξι της έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας του σπιτιού της. Κοντοστάθηκε να απολαύσει την ζεστασιά του ήλιου. Τα περισσότερα αμάξια της γειτονιάς έλειπαν. Σκέφτηκε πως όλοι θα  ξεπόρτισαν να μαζέψουν ήλιο στα εξοχικά τους, στις καφετέριες ή στη θάλασσα.  

Έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα και παραδόξως τη βρίσκει ξεκλείδωτη. Αφού όλοι οι κάτοικοι της πολυκατοικίας είχαν συμφωνήσει να κλειδώνουν την εξώπορτα όλο το εικοσιτετράωρο, και έτσι έκαναν. «Τώρα, που λείπουν και όλοι, γιατί είναι ξεκλείδωτη;» Δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Άσχημο προμήνυμα. Κάτι μέσα της έλεγε, πως κάτι δυσάρεστο θα αντίκριζε.

Μπήκε στο ασανσέρ. Το δυσάρεστο προαίσθημα δυνάμωσε. Ανέβαινε πολύ αργά. Από τον πρώτο όροφο στον δεύτερο, λες και δεν περνούσαν δευτερόλεπτα αλλά λεπτά. Τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος. Επιτέλους, έφτασε. Μόλις άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ, είδε έξω από την πόρτα του σπιτιού της ένα ζευγάρι κάλτσες. Ήταν δικές της.  Άρα κάποιος ήταν στο σπίτι της. Η πόρτα ήταν παραβιασμένη. με λοστό. Ακουγόταν το ραδιόφωνο που είχε αφήσει ανοικτό για αντιπερισπασμό. «Μπορεί να είναι ακόμα μέσα!» σκέφτηκε τρομαγμένη.

Όπως ανέβηκε, έτσι κατέβηκε. Βγαίνει έξω από την πολυκατοικία και καλεί την αστυνομία. «Ναι, γεια σας μόλις γύρισα σπίτι μου «Ήρας 23, Κολωνός» και βρήκα την πόρτα του σπιτιού παραβιασμένη. Οι κλέφτες μπορεί να είναι ακόμα μέσα. Σας παρακαλώ, ελάτε γρήγορα!» «Ελένη Μπιρμπίλη» «Ναι, σε πόση ώρα θα έρθετε;» «Ευχαριστώ»

Τηλεφώνησε στην μητέρα της.  «Μαμά! Κάθεσαι;» «Μόλις γύρισα σπίτι και η πόρτα ήταν παραβιασμένη. «Δεν ξέρω, δεν μπήκα. «Φοβάμαι, μήπως είναι ακόμα μέσα.» «Ναι, την κάλεσα την αστυνομία. Θα έρθεις;»  «Έρχομαι, αμέσως», δήλωσε η μάνα της.

Κάθισε στο πεζούλι του απέναντι σπιτιού ενόσω περίμενε την αστυνομία και την μητέρα της. Ο ήλιος δεν ήταν όπως πριν. Σαν ένα παγωμένο ρεύμα αέρα δεν επέτρεπε πια στις αχτίδες του να ζεστάνουν τον κόσμο όπως πριν.

Πήρε τηλέφωνο τον φίλο της αλλά δεν απαντούσε. Θα ήταν απασχολημένος στη δουλειά του, στο εξοχικό του, στο mall με την κόρη του ή θα έπαιζε Κίνο. «Εγώ δεν έχω ανάγκη!» «Όποτε σε χρειάζομαι δεν είσαι ποτέ εκεί!» αναλογίστηκε αγανακτισμένη.
Τηλεφώνησε στη φίλη της τη Μαρία αλλά ούτε εκείνη απαντούσε. Ήταν σε συνεδρία ψυχαναλυτή της, δεν μπορούσε να το σηκώσει. Τηλεφώνησε και στον πρώην φίλο της αλλά ούτε εκείνος απαντούσε. Σάββατο απόγευμα θα ήταν με καμιά γκόμενα…, όπως έβγαναν κι εκείνοι τα Σαββατιάτικα απογεύματα. Κανείς διαθέσιμος εκτός από τη μητέρα της και την αστυνομία! Όλοι οι άλλοι απόντες. .

Μετά από λίγα λεπτά, έφτασαν τα μπατσικά. «Τι ωραία παιδιά που έχει τώρα η αστυνομία! Ο ένας καλύτερος από τον άλλον! Πρώην μοντέλα προσλαμβάνουν;» θαυμάζοντας κρυφά την ελληνική λεβεντιά! Έχε χάρη που δεν τα είχε καλά με τους ένστολους, αλλιώς κάθε τρεις και λίγο στο τμήμα θα ήταν να χαζεύει ομορφιά!

Έκαναν τις συστάσεις και ανέβηκαν στο σπίτι. 2 στην είσοδο, 2 από τη σκάλα και ένας στο ασανσέρ. Αν οι κλέφτες ήταν ακόμα πάνω, ήταν περικυκλωμένοι. Σπρώχνει την πόρτα ο παλικαράς με το όπλο στο χέρι. Δεν ήταν κανείς στο μικρό διαμερισματάκι. Όλα άνω κάτω. Τα συρτάρια όλα έξω. Κουτιά ανοιγμένα. Πράγματα πεταμένα από δω και από κει. Ο υπολογιστής έλειπε. Η τηλεόραση, το στερεοφωνικό και τα κοσμήματα στη θέση τους.

Έγινε καταγραφή του συμβάντος και οι όμορφοι αστυνομικοί αποχώρησαν. Ήταν η ώρα του κλειδαρά. Καφές της παρηγοριάς, μουρμούρα, βρισίδι, κατάρες κτλ. Μετά από λίγο ήρθε και η Μαρία, η οποία έμενε στον πέμπτο, την οποία την είχαν κλέψει κι εκείνη πριν λίγους μήνες. «Την κατάρα μου να έχουν που να τους κοπεί το χέρι! Που να μην σώσουν να ξημερώσουν!», είπε με κατάφωρο μίσος.


Έφτασε και ο κλειδαράς αμέσου δράσεως. Εξήντα ευρώ. Δεύτερη κλειδαριά ασφαλείας άλλα εξήντα ευρώ. Πύρο στο πάτωμα, μόνο δεκαπέντε ευρώ. Μεταλλική βέργα στο πλάι, τριανταπέντε ευρώ. Εκατόν εβδομήντα ευρώ και ένας υπολογιστής, οι συνολικές απώλειες.