Μυστικό

Σαν να χαϊδεύω τα σύννεφα από νωρίς που γεννήθηκα.
Αναπότρεπτος ο χρόνος φυσάει μαϊστράλι.
Το ηλιοτρόπιο μου κλείνει το μάτι.
Κλέβω μια σταγόνα ήλιο.
Παραδίνομαι!
Μεγενθυντικός φακός αποκαλύπτει
το μυστικό δρόμο από το σύννεφο
ως το αριστερό μου μάτι.

Ψυχές

Γέφυρες παράλληλες στα τόξα τ’ ουρανού. Σκιές ασημένιες πλάι στο νου. Άστρα καταπράσινα, κλωστές χρυσές, ανθρώπινες ψυχές κολυμπούν, χοροπηδούν από κύμα στο νήμα. Τοξότες ραίνουν το βήμα. 

Σκορπιοί

Σκορπιοί στο διάβα μου
εχθροί'
τους προσπέρασα με προσοχή.
Κρασί νερωμένο
δειγμάτισα πρωί'
πελάτες μου γνωστοί ηθοποιοί.

Πατέρα σε ρώτησα
ποιοι είναι οι οινοπαραγωγοί.
Δεν ξέρω μου είπες απολογητικά.
Δοκίμασα κρασί λευκό
μιλιούνια οι σκορπιοί
τους προσπέρασα με προσοχή.

Μου πέταξες, πατέρα, τα κλειδιά
ανάστροφα σε ανηφόρα
μπήκα στ' αμάξι το παλιό το διαλυμένο, το δικό μου
ολοκαίνουργο τώρα, πήρα τα κλειδιά.
Πατέρα ξεκίνησα, που είναι οι σκορπιοί; 

Κλέφτες

Ήταν απόγευμα Σαββάτου και ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό αγκαλιάζοντας με τις αχτίδες του τα αυτοκίνητα, τα δέντρα, τα πρόσωπα των ανθρώπων, τα παγκάκια, τις πλατείες, τους αδέσποτους σκύλους,  τα πουλιά, τα μπαλκόνια, τις πόρτες και τα πεζοδρόμια.
Η Ελένη μόλις πάρκαρε το αμάξι της έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας του σπιτιού της. Κοντοστάθηκε να απολαύσει την ζεστασιά του ήλιου. Τα περισσότερα αμάξια της γειτονιάς έλειπαν. Σκέφτηκε πως όλοι θα  ξεπόρτισαν να μαζέψουν ήλιο στα εξοχικά τους, στις καφετέριες ή στη θάλασσα.  

Έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα και παραδόξως τη βρίσκει ξεκλείδωτη. Αφού όλοι οι κάτοικοι της πολυκατοικίας είχαν συμφωνήσει να κλειδώνουν την εξώπορτα όλο το εικοσιτετράωρο, και έτσι έκαναν. «Τώρα, που λείπουν και όλοι, γιατί είναι ξεκλείδωτη;» Δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Άσχημο προμήνυμα. Κάτι μέσα της έλεγε, πως κάτι δυσάρεστο θα αντίκριζε.

Μπήκε στο ασανσέρ. Το δυσάρεστο προαίσθημα δυνάμωσε. Ανέβαινε πολύ αργά. Από τον πρώτο όροφο στον δεύτερο, λες και δεν περνούσαν δευτερόλεπτα αλλά λεπτά. Τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος. Επιτέλους, έφτασε. Μόλις άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ, είδε έξω από την πόρτα του σπιτιού της ένα ζευγάρι κάλτσες. Ήταν δικές της.  Άρα κάποιος ήταν στο σπίτι της. Η πόρτα ήταν παραβιασμένη. με λοστό. Ακουγόταν το ραδιόφωνο που είχε αφήσει ανοικτό για αντιπερισπασμό. «Μπορεί να είναι ακόμα μέσα!» σκέφτηκε τρομαγμένη.

Όπως ανέβηκε, έτσι κατέβηκε. Βγαίνει έξω από την πολυκατοικία και καλεί την αστυνομία. «Ναι, γεια σας μόλις γύρισα σπίτι μου «Ήρας 23, Κολωνός» και βρήκα την πόρτα του σπιτιού παραβιασμένη. Οι κλέφτες μπορεί να είναι ακόμα μέσα. Σας παρακαλώ, ελάτε γρήγορα!» «Ελένη Μπιρμπίλη» «Ναι, σε πόση ώρα θα έρθετε;» «Ευχαριστώ»

Τηλεφώνησε στην μητέρα της.  «Μαμά! Κάθεσαι;» «Μόλις γύρισα σπίτι και η πόρτα ήταν παραβιασμένη. «Δεν ξέρω, δεν μπήκα. «Φοβάμαι, μήπως είναι ακόμα μέσα.» «Ναι, την κάλεσα την αστυνομία. Θα έρθεις;»  «Έρχομαι, αμέσως», δήλωσε η μάνα της.

Κάθισε στο πεζούλι του απέναντι σπιτιού ενόσω περίμενε την αστυνομία και την μητέρα της. Ο ήλιος δεν ήταν όπως πριν. Σαν ένα παγωμένο ρεύμα αέρα δεν επέτρεπε πια στις αχτίδες του να ζεστάνουν τον κόσμο όπως πριν.

Πήρε τηλέφωνο τον φίλο της αλλά δεν απαντούσε. Θα ήταν απασχολημένος στη δουλειά του, στο εξοχικό του, στο mall με την κόρη του ή θα έπαιζε Κίνο. «Εγώ δεν έχω ανάγκη!» «Όποτε σε χρειάζομαι δεν είσαι ποτέ εκεί!» αναλογίστηκε αγανακτισμένη.
Τηλεφώνησε στη φίλη της τη Μαρία αλλά ούτε εκείνη απαντούσε. Ήταν σε συνεδρία ψυχαναλυτή της, δεν μπορούσε να το σηκώσει. Τηλεφώνησε και στον πρώην φίλο της αλλά ούτε εκείνος απαντούσε. Σάββατο απόγευμα θα ήταν με καμιά γκόμενα…, όπως έβγαναν κι εκείνοι τα Σαββατιάτικα απογεύματα. Κανείς διαθέσιμος εκτός από τη μητέρα της και την αστυνομία! Όλοι οι άλλοι απόντες. .

Μετά από λίγα λεπτά, έφτασαν τα μπατσικά. «Τι ωραία παιδιά που έχει τώρα η αστυνομία! Ο ένας καλύτερος από τον άλλον! Πρώην μοντέλα προσλαμβάνουν;» θαυμάζοντας κρυφά την ελληνική λεβεντιά! Έχε χάρη που δεν τα είχε καλά με τους ένστολους, αλλιώς κάθε τρεις και λίγο στο τμήμα θα ήταν να χαζεύει ομορφιά!

Έκαναν τις συστάσεις και ανέβηκαν στο σπίτι. 2 στην είσοδο, 2 από τη σκάλα και ένας στο ασανσέρ. Αν οι κλέφτες ήταν ακόμα πάνω, ήταν περικυκλωμένοι. Σπρώχνει την πόρτα ο παλικαράς με το όπλο στο χέρι. Δεν ήταν κανείς στο μικρό διαμερισματάκι. Όλα άνω κάτω. Τα συρτάρια όλα έξω. Κουτιά ανοιγμένα. Πράγματα πεταμένα από δω και από κει. Ο υπολογιστής έλειπε. Η τηλεόραση, το στερεοφωνικό και τα κοσμήματα στη θέση τους.

Έγινε καταγραφή του συμβάντος και οι όμορφοι αστυνομικοί αποχώρησαν. Ήταν η ώρα του κλειδαρά. Καφές της παρηγοριάς, μουρμούρα, βρισίδι, κατάρες κτλ. Μετά από λίγο ήρθε και η Μαρία, η οποία έμενε στον πέμπτο, την οποία την είχαν κλέψει κι εκείνη πριν λίγους μήνες. «Την κατάρα μου να έχουν που να τους κοπεί το χέρι! Που να μην σώσουν να ξημερώσουν!», είπε με κατάφωρο μίσος.


Έφτασε και ο κλειδαράς αμέσου δράσεως. Εξήντα ευρώ. Δεύτερη κλειδαριά ασφαλείας άλλα εξήντα ευρώ. Πύρο στο πάτωμα, μόνο δεκαπέντε ευρώ. Μεταλλική βέργα στο πλάι, τριανταπέντε ευρώ. Εκατόν εβδομήντα ευρώ και ένας υπολογιστής, οι συνολικές απώλειες. 

Οικογενειακός Πόλεμος

Πόλεμος ξέσπασε στην οικογένεια Πουλόπουλου! Είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Το σπίτι ήταν σαν ναρκοπέδιο. Όλοι φοβόντουσαν να κατέβουν τη σκάλα, χωρίς πριν να κάνουν διπλό έλεγχο. Η νεότερη κόρη, Ηρώ Πουλόπουλου, είχε απειλήσει πως θα έριχνε baby-oil να γκεμοτσακιστούν! Να μετρήσουν τα σκαλιά-ένα! Κανένας δεν επέτρεπε να μπει εμπόδιο στην ζωή της. Πόσο άλλο να κλέψει την μεγάλη κληρονομιά του πατέρα της.
Η αλήθεια είναι πως και κείνη κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό, έχοντας δίπλα της ένα σουγιά κι ένα σφυρί κρυμμένα καλά κάτω από τον Ριζοσπάστη.  
Η μητέρα της πάλι, απειλούσε ότι είναι τρελή η κόρη και ότι θα την έκλεινε στο ψυχιατρείο με την πρώτη ευκαιρία! Δεν είναι δυνατόν, εν έτει 2017 να διαβάζεις Ριζοσπάστη!!! Διαβάζω γιατί εδώ  χρειάζονται ριζοσπαστικές ιδέες για να σπάσει το κατεστημένο του καπιταλισμού, απαντούσε η Ηρώ.
Ο πατέρας είχε αποσυρθεί στο εξοχικό στο Λαγονήσι για να μην ακούει τις καθημερινές απειλές μάνας και κόρης και να μην έχει τον κανακάρη να του ζητάει καθημερινώς λεφτά. Του έδινε ένα ποσό το μήνα για τα βασικά του έξοδα, κι έτσι είχε το κεφάλι του ήσυχο, όπως και τις καταθέσεις στην Ελβετία.
Χτυπάει τηλέφωνο.
-Πάλι αυτός ο ακαμάτης είναι ο άντρας σου. Πότε θα στείλει λεφτά; Δεν βαρέθηκε να πλένει πιάτα στην Γερμανία; Δεκάρα τσακιστή δεν θα  δείτε από τον πατέρα σου. Με τον αμόρφωτο τον Αλβανό που μας έφερες για άντρα.
-Μάνα σκάσε!!! Πηδάει καλά.
–Ο νους σου στο πηδημα είναι και στα σούρτα-φέρτα. Γι’  αυτό δούλευε ο πατέρας σου μια ζωή; Για να μας φέρεις τον Αλβανό για γαμπρό;
- Ο Ενβερ είναι καλό παιδί!
 -Ναι, της ψωλής του, τον χαβά είναι!
 -Μάνα, θα φύγω! Δεν σ’ αντέχω άλλο!
 -Να φύγεις και που θα πας, αχαίρευτη, ακαματισσα! Σε δύο μέρες θα χεις γυρίσει! Θα ψοφίσεις απ΄την πείνα.
-Στην Αυστραλία! Πιο μακρυά δεν έχει.
 -Έχει στην Αμερική. Στην Αμερική να πας αχάριστη, να πλένεις και συ πιάτα σαν τον αχαίρευτο τον άντρα σου!. Που σε μεγαλώνω μια ζωή. Κι αυτό είναι το ευχαριστώ.
-Μάνα βούλωστο! Παίρνει το κουζινομαχαιρο… Κρατάω κουζινομάχαιρο! Θα πεθάνεις τώρα.
-Τι πας να κάνεις παιδί μου; Την μανούλα;
-Ανάθεμα την μάνα που σε γέννησε. Φύγε-φύγε μην σε σφάξω! Προλάβαίνεις κωλόγρια! Φύγε σου λέω.
-Γιάννη, Γιαννάκη πάρε το γιατρό, το εκατό και τον εισαγγελέα. Απειλεί να με σφάξει. Ζω-δεν ζω!
-Μανα κρύψου! Το χοντραίνεις.
-Τώρα την πάτησες! Μπαίνει στην τουαλέτα και κλειδώνει την πόρτα. Γιαννάκη και τον δικηγόρο για να χάσει την διαθήκη. Μάρτυρας μου είσαι, απειλεί να με σφάξει!
-Και σένα θα σφάξω Γιαννάκη! Φύγε όσο είναι ακόμα νωρίς.
-Πριτς που θα φύγω! Άκου το εκατό. Έρχονται να σε μαζέψουν. Στην ψυχιατρική θα σαπίσεις αναρχοκουμούνα!
-Θα σε σκοτώσω πούστη!
-Θα μου κλάσεις τα’ αρχίδια.
-Εγώ φταίω που δεν έφυγα νωρίτερα, τσογλάνια.
-Τον πούλο, .
-Τον πούλο εσύ πούστη που γαμιέσαι στην Ομόνοια. Τα μάθα, νομίζεις δεν τα μάθα!
-Κυρ Αστυνόμε πιάστε τους. Με απειλούσαν με μαχαίρι να με σφάξουν.
-Ελάτε, κυρία μου, στο τμήμα.